Η πορεία του κράτους στη νεωτερικότητα
Η σύγχρονη μορφή του δυτικού επικρατειακού κράτους, με την έννοια που του έχει αποδοθεί από το Jellinek, ως η διεθνώς αναγνωρισμένη νομική οντότητα η οποία διαθέτει λαό φέροντα την ιθαγένεια του κράτους, έχουσα συγκεκριμένα εδαφικά ορισμένη επικράτεια και αυτοδύναμη εξουσία, είναι ένα σχετικά πρόσφατο δημιούργημα της ανθρώπινης ιστορίας και προέκυψε για πρώτη φορά με την υπογραφή της Συνθήκης της Βεστφαλίας το 1648. Η κρατική εξουσία δεν είχε πάντα την προαναφερθείσα μορφή αλλά ακολούθησε μια εξελικτική πορεία από την προνεωτερικότητα μέχρι σήμερα, οφειλόμενη στις έντονες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις. Ο Weber άλλωστε είχε κατατάξει τις μορφές εξουσίας με βάση τη νομιμοποίησή τους, σε παραδοσιακές, χαρισματικές και νομοκεντρικές.
Αρχικά, στις προνεωτερικές δομές η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας χαρακτηρίζονταν παραδοσιακή, στηριζόμενη αυτή στα ήθη, έθιμα και κυρίως στη θρησκεία, ασκούμενη στα πλαίσια αυτοκρατοριών και φεουδαρχιών, διεσπαρμένη σε μη ομοιογενείς τόσο πολισμικά, φυλετικά και γλωσσικά πληθυσμούς. Οι άνθρωποι ήταν "εγκλωβισμένοι" σε κοινωνικές δομές, στις οποίες κυριασχούσε η βασική ιδέα ότι οι ζωές τους είναι προκαθορισμένες από τη μοίρα και καμία επιρροή δεν μπορούσαν να έχουν οι ίδιοι σε αυτές. Θεωρούνταν δουλοπάροικοι του δεσπότη και όχι κύριοι του εαυτού τους, ενώ η παραγωγή παρέμενε σε επίπεδο αυτοκατανάλωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι λαοί δεν εδύνατο να αναπτύξουν εθνικιστικές ιδέες.
Η εκκλησία, όμως πέραν της επιρροής της στην κρατική εξουσία και τη ζωή των ανθρώπων, ήταν και αυτή που δημιούργησε το πιο εκλεπτυσμένο για την εποχή διοικητικό σύστημα της Ευρώπης, καθώς ήτο πρωτοπόρος στην καταγραφή, ταξινόμηση και χρήση αρχείων, συμβάλλουσα μάλιστα στην ανάπτυξη των πρώτων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, όπως εκείνο της Οξφόρδης. Αυτή η καινοτομία της, βέβαια, σήμανε και το εναρκτήριο της αμφισβήτησής της από διάφορους διανοούμενους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο του Μαρτίνου Λούθηρου.
Την ίδια περίοδο, στο πεδίο της τεχνολογίας προέκυψαν εξελίξεις που μετέβαλαν άρδην την παραγωγική διαδικασία, με την ιδέα του κέρδους να αναδύεται και να αντικαθιστά εκείνη της αυτοκατανάλωσης, η οποία με τη σειρά δημιούργησε στα άτομα την ιδέα ότι δύνανται να καθορίζουν εκείνοι σε ένα βαθμό τη ζωή τους και να βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσής τους. Επακόλουθο των προλεχθέντων εξελίξεων ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου και η αθρόα μετάβαση ατόμων στις πόλεις, ερχόμενοι για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιδέες της αναγέννησης. Ιδιαίτερα αξίζει να τονιστεί στο σημείο αυτό και η συνεισφορά του τυπογραφίας, η οποία συνέβαλε στη διάδοση των διαφωτιστικών ιδεών σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού αλλά και στη δυνατότητα πρόσβασης στις νέες γνώσεις που αφορούσαν την παραγωγή.
Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, λοιπόν, και των κοινωνικών αναταραχών που αυτές δημιούργησαν, με αποκορύφωμα τον τριακονταετή πόλεμο μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, υπογράφηκε το 1648 η ως άνω Συνθήκη της Βεστφαλίας, η οποία, μεταξύ άλλων, έληξε τον τριακονταετή πόλεμο, περιόρισε την παπική εξουσία και αναγνώρισε για πρώτη φορά το επικρατειακό κράτος, με πρώτο εκείνο της Πρωσίας και τη μετάβαση στη νεωτερικότητα.
Το σύγχρονο νεωτερικό κράτος διαθέτει κατά τον Weber "το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης εξουσιαστικής βίας" εντός μιας γεωγραφικά προσδιορισμένης επικράτειας. Πρόκειται για το λεγόμενο "απολυταρχικό κράτος" στο οποίο πλέον η κρατική νομιμοποίηση είναι χαρισματική. Ο λαός έχει πλέον "απομαγευτεί" σε ένα βαθμό από τη θρησκεία, αναπτύσσοντας συνακόλουθα εθνική ταυτότητα και αντίληψη αυτοπροσδιορισμού στα πλαίσια ενός έθνους και συνεπεία αυτών δημιουργήθηκε η ανάγκη ένταξης του έθνους στα πλαίσια ενός επικρατειακού κράτους υπό την εξουσία ενός χαρισματικού ηγέτη, ικανού να επιβληθεί και να τον προστατεύσει.
Στο απολυταρχικό κράτος η εξουσία ασκούνταν συγκεντρωτικά, με μοναδικό φορέα αυτής τον χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος μάλιστα έφερε δικαίωμα ζωής και θανάτου έναντι των υπηκόων του. Αυτή η μορφή κράτους επικράτησε μετά το πέρας της προνεωτερικότητας εξαιτίας της επιτυχίας της στην οργάνωση ενιαίας διοίκησης και λειτουργικής αποκέντρωσης, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή νικηφόρων πολέμων και τη συγκέντρωση νέων εδαφών και πλούτου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του επιτυχημένου αυτού διοικητικού μοντέλου συνιστά ο πρωσικός στρατός, ο οποίος εμφάνιζε μια μορφή πρώιμης γραφειοκρατίας, με στοιχεία ιεραρχίας, αξιοκρατικής επιλογής μελών βάσει προσόντων, τήρηση βιβλίων εργασιών, καθώς και υπακοή στην αρχή της νομιμότητας. Παράγοντας επιτυχίας του απολυταρχικού κράτους υπήρξε, επίσης, η εμφάνιση στοιχείων κράτους δικαίου και συγκεκριμένα, παρότι ο μονάρχης διέθετε απεριόριστη εξουσία, εντούτοις αυτή όφειλε να την ασκεί μέσω διαταγμάτων, δηλαδή τυπικών, γενικών και αφηρημένων κανόνων, προκειμένου να οργανώσει τις εκτεταμένες πληθυσμιακές ομάδες και να αναγκάσει το λαό σε υπακοή. Ωστόσο, τα στοιχεία επιτυχίας του απολυταρχικού κράτους ήταν και τα εκείνα που οδήγησαν στην ανατροπή, όντας, συνεπώς, από τη φύση του καταδικασμένο να ανατραπεί.
Ειδικότερα, ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του και η ανάγκη του για συνεχή επέκταση συνοδεύτηκε αναπόφευκτα με συμβιβασμούς, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε την κοινονικοοικονομική εξέλιξη λόγω της προσφοράς πόρων στο κράτος. Έτσι, μία νέα κοινωνική τάξη αναδύθηκε, η αστική, η οποία διέθετα πλούτο αλλά καμία πολιτική επιρροή και εξουσία, ούσα έρμαιο των αποφάσεων του μονάρχη, ενώ ακόμα και οι απλοί αγρότες άρχισαν σταδιακά να αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την εξουσία και να αναπτύσσουν ιδέες ατομισμού. Αυτές οι κοινωνικές εξελίξεις επηρέασαν, μάλιστα, και τον τρόπο με τον οποίο επήλθε τελικά η ανατροπή του απολυταρχικού καθεστώτος. Στην Αγγλία, παραδείγματος χάριν, όπου είχε ήδη έρθει αντιμέτωπη με έναν εμφύλιο πόλεμο, η απολυταρχία αντικαταστάθηκε από το φιλελεύθερο κράτος μετασχηματιστικά, μέσω της σταδιακής αντιπροσώπευσης των συμφερόντων διαφόρων κοινωνικών τάξεων στο Κοινοβούλιο και τελικά τη θέση του τελευταίου ως ανώτατου θεσμικού οργάνου. Αντίθετα, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, η ρήξη με το παλαιό καθεστώς επήλθε βιαίως με τη γαλλική επανάσταση και τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο αντίστοιχα, αποτελώντας τις διαιρετικές τομές της μετάβασής τους στο φιλελεύθερο κράτος.
Το κράτος "Λεβιάθαν", όπως το περιέγραψε ο Hobbes, ετράπη, λοιπόν, ένα κράτος που ασπάζεται τη θεωρία του πολιτικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη, και το οποίο θέτει για πρώτη φορά στο επίκεντρό του το ίδιο το άτομο, τον πολίτη. Σταδιακά ταυτίζεται με αυτό που επισήμαναν οι Locke και Rousseau, ότι δηλαδή η ελευθερία είναι νοητή μόνο αν συνδέεται με αυτόν που την ασκεί. Τα φυσικά δικαιώματα των ατόμων, στα οποία περιλαμβάνεται πέραν του δικαιώματος της ζωής και ελευθερίας και εκείνο της ιδιοκτησίας, χρήζουν προστασίας τόσο σε σχέση με εξωτερικούς κινδύνους, όσο και σε σχέση με την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. Αυτή η ανάγκη ήταν εκείνη που οδήγησε στη θεσμοθέτηση μηχανισμών προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων μέσω του περιορισμού της κρατικής εξουσίας. Ενώ, συγχρόνως, η ένταξη του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε αυτά ήταν καθοριστική για το διαχωρισμό της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα.
Ωριμότερη μορφή του φιλελεύθερου κράτους, η οποία προστατεύει αποτελεσματικότερα τα ατομικά δικαιώματα και οριοθετεί πληρέστερα τις κρατικές αρμοδιότητες, συνιστά το "Συνταγματικό κράτος", στο οποίο, πέραν των κανόνων δικαίου, υφίσταται και μία ιεραρχία μεταξύ τους, με ανώτατο αυτών το "Σύνταγμα". Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών αναγνωρίζονται από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο εγγυάται την ελεύθερη άσκησής τους, καθώς και το σεβασμό τους από την κρατική εξουσία. Παράλληλα, οριοθετεί τις εξουσίες των κρατικών θεσμών, μέσω της αρχής την νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία οι πράξεις της κρατικής εξουσίας, των θεσμών και της Διοίκησης πρέπει να ασκούνται πάντα σύμφωνα με τους νόμους, οι με τη σειρά τους δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με αυτό (το Σύνταγμα), θεσμοθετώντας μάλιστα και μηχανισμούς ελέγχο προς το σκοπό αυτό.
Ένα φιλελεύθερο κράτος σταδιακά οδηγείται συνήθως στην πληρέστερη μορφή του, το "Δημοκρατικό κράτος". Η φύση του φιλελεύθερου κράτους ως θέτοντος στο επίκεντρο το άτομο και τα συμφέροντα αυτού, δε θα μπορούσε να μην προαγάγει τελικά το λαό ως φορέα της ανώτατης κρατικής εξουσίας. Η διακυβέρνηση γίνεται δημοκρατική και ο λαός τρέπεται σε θεσμό του κράτους και τα άτομα παράγοντες λήψης αποφάσεων είτε άμεσα είτε έμμεσα. Προς την επίτευξη του ως άνω σκοπού θεσμοθετούνται μηχανισμοί, κανόνες και αρχές που εξασφαλίζουν τη συμμετοχική δράση των πολιτών, όπως η ίδρυση κοινοβουλίων και την ψήφιση εκλογικού νόμου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο φιλελευθερισμός είχε γνωρίσει ραγδαία εξάπλωση στο δυτικό κόσμο και οι φιλελεύθεροι ήτο πεποισμένοι πως αν τα άτομα είχαν τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία ο κόσμος θα γνώριζε πρωτοφανή ειρήνη, ευημερία και πλούτο. Το 1914 ο φιλελευθερισμός άρχισε να δέχεται, όμως, "επιθέσεις" τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά. Οι σοσιαλιστές υποστήριζαν ότι ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα συνιστούσε ένα σύστημα εκμετάλλευσης, το οποίο ταυτίζει την ελευθερία με την ιδιοκτησία και η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας ισοδυναμεί στις πλείστες των περιπτώσεων με τη διαφύλαξη της ιδιοκτησίας και των προνομίων των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Χαρακτηριστικό ήταν ένα γνωστό ευφυολόγημα της εποχής που έλεγε ότι στο φιλελευθερισμό όλοι είναι ελεύθεροι να πεθάνουν της πείνας. Από την άλλη πλευρά, φασίστες και ρατσιστές κατηγορούσαν τόσο το φιλελευθερισμό όσο και το σοσιαλισμό ότι εκφυλίζουν το ανθρώπινο είδος και ανατρέπουν τη φυσική επιλογή. Η ανάδυση αυτών των ιδεολογιών συνδέθηκε με μια περίοδο όπου το καπιταλιστικό σύστημα και η ελεύθερη αγορά άρχισαν να παρουσιάζουν ενδογενή προβλήματα, με αποκορύφωμα το χρηματιστηριακό κράχ του 1929, με αποτέλεσμα να προκαλείται στο λαό τάση αμφισβήτησής τους.
Έτσι, στο μεσοπόλεμο σε πολλά κράτη ο φιλελευθερισμός αντικαταστάθηκε από ολοκληρωτικά καθεστώτα, που είχαν στόχο να δώσουν λύση στα προβλήματα που είχε δημιουργήσει το καπιταλιστικό σύστημα. Πολίτευμά τους είχαν τη δικτατορία και η εξουσία ασκούνταν κατά βάση από το στρατό, έχοντας καταλύσει κάθε είδους δημοκρατικό θεσμό, τα κόμματα, τις μορφές πλουραλισμού, ενώ ταυτόχρονα προωθούνταν η λογοκρισία του τύπου και η προπαγάνδα. Τα ατομικά δικαιώματα δεν αποτελούσαν πλέον το κύριο μέλημα του κράτους, ενώ αντίθετα αυτό παρενέβαινε σε κάθε πτυχή της ατομικής ύπαρξης. Εξάλλου δεν είναι διόλου τυχαίο γεγονός ότι κάθε φορά που το καπιταλιστικό σύστημα διέρχεται ενδογενείς κρίσεις, εμφανίζονται στην κοινωνία και την πολιτική απόψεις που προσιδιάζουν στον φασισμό ή και το νεοναζισμό.
Οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης, δεν αντιμετώπισαν τα προβλήματα του καπιταλισμού μέσω του ολοκληρωτισμού. Μετά το οικονομικό κράχ του 1929 το κράτος αποφάσισε να ακολουθήσει τη θεωρεία του Κέυνς και να παρέμβει στην αγορά, με σκοπό να περιορίσει την ανεργία και να αυξήσει την κατανάλωση, επηρεάζοντας αυτά με τη σειρά τους και τους λοιπούς οικονομικούς παράγοντες. Προέκυψε, έτσι, το παρεμβατικό φιλελεύθερο κράτος, το οποίο και έλαβε θέση ανταγωνιστή στην αγορά, προσφέροντας θέσεις εργασίας, θεσπίζοντας κοινωνικά δικαιώματα και προκαλώντας συνακόλουθα μεταβολές στον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Βέβαια, παρότι ο σκοπός του ήταν να συνδράμει την αγορά, δεν αντιμετωπίστηκε ως ένα θετικό μέτρο, ιδίως διότι ανάγκασε τους κατέχοντες τα μέσα παραγωγής να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους και να κάνουν συμβιβασμούς με ομάδες συμφερόντων των εργατών.
Σήμερα, το παρεμβατικό κράτος διακρίνεται σε τρείς επιμέρους κατηγορίες, στο κράτος πρόνοιας, το κοινωνικό κράτος και το κεϋνσιανικό κράτος. Το κράτος πρόνοιας προήλθε από το Μπίσμπαρκ και υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε στο φιλελευθερισμό. Σε αυτό η παρέμβαση του κράτους είναι επιλεκτική και αποσκοπεί στην προστασία του επιπέδου εισοδήματος και αξιοπρεπούς διαβίωσης, χωρίς την κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων. Αναπτύχθηκε σε σε μία περίοδο όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες αποκτούσαν ολοένα και περισσότερο έδαφος, λειτουργώντας ως μοχλός αναστολής των κοινωνικών συγκρούσεων. Ήταν κατά βάση ένα συντεχνιακό μέτρο εξασφάλισης των μεσαίων και ανώτερων τάξεων ότι θα διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσής τους όταν θα επέλθει το μελλοντικό γεγονός που θα το θέσει σε κίνδυνο. Μετεξέλιξη αυτού αποτελεί το κοινωνικό κράτος, στο οποίο αναγνωρίζονται κοινωνικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εγκατάσταση της εργατικής τάξης σε παράγοντα σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος. Μάλιστα, παρότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμα, εντούτοις αποτελούν τη βάση συλλογικών διεκδικήσεων. Αναπτύχθηκαν δε, σύμφωνα με τους Titmuss και Mishra, τέσσερα επιμέρους μοντέλα κοινωνικού κράτους ανάλογα με τη σχέση κράτους και αγοράς (Υπολειμματικό, σκανδιναβικό, κορπορατιστικό και νοτιοευρωπαϊκό). Τέλος, το κεϋνσιανικό κράτος, που όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ και σε αντίθεση με τα άλλα δύο μοντέλα, η παρέμβαση γίνεται άμεσα στην οικονομία. Το κράτος γίνεται το ίδιο καπιταλιστής, προχωρά σε δημόσιες επενδύσεις, διαμορφώνει κανόνες που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις και προτείνει κίνητρα επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας σε νέους τομείς μέσω δανείων.
Ο φιλελευθερισμός έχοντας βγει νικητής από τον Ψυχρό Πόλεμο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας και της μετεξέλιξης των δικτατορικών καθεστώτων σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, που είχαν ανακύψει αυτό το χρονικό διάστημα σε πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, πλέον ως λιγότερο αλαζονικός και έχοντας γνώση των ενδογενών του δυσλειτουργιών, πορεύεται στη μετανεωτερικότητα. Οι δεκαετίες πολέμου που προηγήθηκαν, βέβαια, δεν πήγαν εντελώς χαμένες. Άφησαν πίσω τους μία μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί τη λεγόμενη τεχνολογική επανάσταση, η οποία με τη σειρά της φέρει νέα προβλήματα στο φιλελεύθερο κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα της αγοράς.
Σήμερα, δεν υφίσταται καμία σοβαρή εναλλακτική στο φιλελεύθερο "πακέτο" του ατομισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελεύθερης αγοράς. Ακόμα και οι κοινωνικές διαμαρτυρίες των τελευταίων δεκαετιών, με ιδιαίτερη ένταση την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, δεν έχουν απολύτως τίποτα κατά του ατομισμού και των βασικών αρχών της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Αντίθετα, οι διαμαρτυρόμενοι κατηγορούν τις κυβερνήσεις εξαιτίας της μη ανταπόκρισής τους σε αυτά τα φιλελεύθερα ιδεώδη.
Η λύση που προσεγγίζει η σύγχρονη εποχή είναι η παγκοσμιοποίηση και η διεθνοποίηση της οικονομίας. Οι μεταβολές που έχουν επέλθει στις τρείς σφαίρες εξουσίας έχουν περιορίσει και ταυτόχρονα ενισχύσει την κρατική εξουσία. Η τεχνολογία έχει δημιουργήσει νέες μορφές εταιρειών, τραπεζών και εν γένει νομικών προσώπων που δύνανται να δραστηριοποιούνται στο διεθνή χώρο. Ταυτόχρονα, η έννοια του χώρου έχει λάβει άλλη μορφή, καθώς ο κυβερνοχώρος διευκόλυνε την επέκταση του διεθνούς εμπορίου και δημιούργησε νέες απειλές για τα ατομικά δικαιώματα. Αναγκαιότητα των ανωτέρω ήταν η θέσπιση νέων καθολικών και πανανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και νέων μορφών συνεργασίας, όπως η sui generis νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διακυβέρνηση οφείλει πλέον να είναι πολυεπίπεδη και η συνεργασία μεταξύ των κρατών επιβεβλημένη. Όμως, παρ' όλους τους περιορισμούς της κρατικής κυριαρχίας, ο πυρήνας του κράτους διατηρείται ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του πολίτη από τις απειλές της ελεύθερης αγοράς. Οφείλει, όμως, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα τόσο θεσμικά όσο και κοινωνικό-οικονομικά ώστε να μην χάσει το τραίνο της μετανεωτερικής εξέλιξης.
Η πορεία του κρατικού εξουσιαστικού φαινομένου ακολούθησε, λοιπόν, την
πορεία των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων και αποτέλεσαν αντίκρισμα αυτών. Η
μορφή των κρατών στην Δυτική Ευρώπη αντανακλούσε τις συνθήκες που
επικρατούσαν την εκάστοτε εποχή στην κοινωνία και την οικονομία, τις νέες που
προκλήσεις με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες, καθώς και την επίδραση αυτών στην
κατανομή της εξουσίας. Η ιστορία διαμορφώνεται κυρίως από μικρές ομάδες
προοδευτικών νεωτεριστών και όχι από οπισθοδρομικές μάζες. Το 1850, το
μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ήταν χωρικοί και κανείς τους δε γνώριζε για τις
ατμομηχανές. Ωστόσο, η μοίρα τους είχε ήδη προδιαγραφεί από μία μικρή ομάδα
μηχανικών, πολιτικών και χρηματιστών στην καρδιά της βιομηχανικής επανάστασης.
Αντίστοιχα, στην εποχή μας, η τεχνολογική επανάσταση καθορίζει το μέλλον, δίχως
να γνωρίζουμε απόλυτα το βαθμό επιρροής της στις τρείς εξουσιαστικές σφαίρες.
Κανείς δε γνωρίζει ποιος ο αντίκτυπος της νέας τάξης των οικονομικά "άχρηστων"
ανθρώπων που θα προκύψει. Το κράτος και ο φιλελευθερισμός οφείλουν να
προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν τις αυτές προκλήσεις, ώστε να διατηρήσουν
μια θέση στο μέλλον.